- κοιρανία
- κοιρανίᾱ , κοιρανίαsovereigntyfem nom/voc/acc dualκοιρανίᾱ , κοιρανίαsovereigntyfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιρανία — κοιρανία, ιων. τ. κοιρανίη, ἡ (Α) [κοίρανος] κυριαρχία, δύναμη, αρχή, εξουσία … Dictionary of Greek
κοιρανίας — κοιρανίᾱς , κοιρανία sovereignty fem acc pl κοιρανίᾱς , κοιρανία sovereignty fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιρανιῶν — κοιρανία sovereignty fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιρανίη — κοιρανία sovereignty fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιρανίην — κοιρανία sovereignty fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιρανίης — κοιρανία sovereignty fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιρανίῃ — κοιρανία sovereignty fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίρανος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Κλείτου και πατέρας του γνωστού Κορίνθιου μάντη Πολυείδη. 2. Καταγόταν από την Πάρο. Η παράδοση αναφέρει ότι αγόρασε στο Βυζάντιο όλα τα δελφίνια που είχαν πιαστεί στα δίχτυα και τα έριξε πάλι στη θάλασσα.… … Dictionary of Greek
koro-s, kori̯o-s — koro s, kori̯o s English meaning: war, warrior Deutsche Übersetzung: “Krieg, Kriegsheer” Material: 1. without formant i̯o , i̯a : Lith. kãras “war, fight” and lengthened grade O.Pers. küra m. “Kriegsvolk, Heer; people”, Pers.… … Proto-Indo-European etymological dictionary